- αθρεψία
- η(ιατρ.), ανεπαρκής θρέψη του βρέφους, ατροφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αθρεψία — Νοσηρή κατάσταση, που εκδηλώνεται όταν το βρέφος δεν τρέφεται καλά και συνήθως μετά από πεπτικές διαταραχές. Οι διαταραχές αυτές προέρχονται από ακατάλληλη τροφή που προσφέρεται στο βρέφος, από αρρώστιες του πεπτικού σωλήνα ή από μολυσματικές… … Dictionary of Greek
αθρεψικός — ή, ό [αθρεψία] 1. ο σχετικός με την αθρεψία 2. (και ως ουσ.) αυτός που πάσχει από αθρεψία … Dictionary of Greek
άθρεπτος — και άθρεφτος και άθρεφος, η, ο (Α ἄθρεπτος, ον) αυτός που δεν έχει τραφεί, ή που τράφηκε ανεπαρκώς νεοελλ. 1. (για καρπούς και γεννήματα) αυτός που δεν ωρίμασε ή δεν αναπτύχθηκε αρκετά, άθρεφτος, ατροφικός 2. αυτός που δεν τρέφει επαρκώς, ο μη… … Dictionary of Greek
βραδυκαρδία — Μείωση της καρδιακής συχνότητας κάτω από τους 60 παλμούς το λεπτό. Η β. δεν συνεπάγεται πάντα παθολογική κατάσταση· μπορεί να είναι φυσιολογική όταν εμφανίζεται σε αθλητές, σε νέους ή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Άλλες φορές, ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
σούφρα — η, Ν·, 1. πτυχή, σούρα 2. ρυτίδα 3. μαρασμός βρέφους από αθρεψία 4. ο σφιγκτήρας τού πρωκτού 5. σούφρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. *sup(p)la < *supplo < supplico «ικετεύω, προσεύχομαι»] … Dictionary of Greek